ὁμωνυμίᾳ — ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμώνυμος having the same name fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμωνύμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίαι , ὁμωνυμία a having the same name fem nom/voc pl ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμωνυμία a having the same name fem dat sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομωνυμία — η (ΑΜ ὁμωνυμία) [ομώνυμος] 1. το να έχει κάποιος ή κάτι το ίδιο όνομα με κάποιον ή κάτι άλλο, ταυτότητα ονόματος 2. (ρητ.) η επανάληψη μιας λέξης με διαφορετική ή και με αντίθετη σημασία, αλλ. ανάκλαση νεοελλ. μαθημ. η ύπαρξη τού ίδιου… … Dictionary of Greek
ὁμωνυμίας — ὁμωνυμίᾱς , ὁμώνυμος having the same name fem acc pl ὁμωνυμίᾱς , ὁμώνυμος having the same name fem gen sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱς , ὁμωνύμιος fem acc pl ὁμωνυμίᾱς , ὁμωνύμιος fem gen sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱς , ὁμωνυμία a… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνυμίαι — ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμώνυμος having the same name fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμωνύμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμία a having the same name fem nom/voc pl ὁμωνυμίᾱͅ , ὁμωνυμία a having the same name fem dat sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνυμίαν — ὁμωνυμίᾱν , ὁμώνυμος having the same name fem acc sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱν , ὁμωνύμιος fem acc sg (attic doric aeolic) ὁμωνυμίᾱν , ὁμωνυμία a having the same name fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁμωνυμιῶν — ὁμωνυμία a having the same name fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ομωνυμικός — ή, ό (Μ ὁμωνυμικός, ή, όν) [ομώνυμος] νεοελλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ομωνυμία μσν. (για τη λατρεία τής εικόνας τού Χριστού) αυτός που έχει διφορούμενη σημασία, διπλή έννοια. επίρρ... ομωνυμικώς (Μ ὁμωνυμικῶς) κατά ομωνυμία, με όμοιο… … Dictionary of Greek
ОМОНИМИЯ — (греч. ὁμωνυμία, от ὁμός – одинаковый и ὄνυμα – имя) – выражение семантически не связанных друг с другом значений одним и тем же языковым знаком – словом или к. л. др. лингвистич. образованием (напр., лук как растение и как оружие). От О. следует … Философская энциклопедия
homonimia — ► sustantivo femenino LINGÜÍSTICA Igualdad entre dos vocablos desde el punto de vista fonológico u ortográfico, pero no semántico. * * * homonimia f. Gram. Relación entre homónimos. * * * homonimia. (Del lat. homonymĭa, y este del gr. ὁμωνυμία).… … Enciclopedia Universal
βιός — βιός, το (Α) το τόξο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν εξαιρέσει κανείς την κατάληξη, ο τ. βιός ταυτίζεται με αρχ. ινδ. j(i)ya, αβεστ. jya «χορδή (του τόξου)». Έχει υποτεθεί ότι το αρσ. βιός προήλθε από αρχικό θηλ. βιός, πράγμα που εξηγεί και τη διαφορά στην κατάληξη … Dictionary of Greek